- πολυχειρίαν
- πολυχειρίᾱν , πολυχειρίαmultitude of handsfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπαρανέω — ἐπιπαρανέω (Α) [παρανέω] συσσωρεύω, μαζεύω ακόμη περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», Θουκ.) … Dictionary of Greek